Σαμάτης
Look at other dictionaries:
Σαμάτης — ὁ, Α (ποιητ. τ.) βλ. Σαρμάτης … Dictionary of Greek
Σαρμάτης — και ποιητ. τ. Σαμάτης και Σαυρομάτης, ο, ΝΑ συν. στον πληθ. οι Σαρμάτες και οἱ Σαρμάται οι κάτοικοι τής Σαρματίας, νομαδικός λαός ιρανικής καταγωγής, ο οποίος κατά τον 6ο ώς τον 4ο π.Χ. αιώνα μετανάστευσε από την κεντρική Ασία στα Ουράλια και στη … Dictionary of Greek